Κραβαρίτης — ο, θηλ. Κραβαρίτισσα [Κράβαρα] 1. ο κάτοικος τών Κραβάρων τής Ναυπακτίας ή αυτός που κατάγεται από τα Κράβαρα 2. (ως προσηγορικό) κραβαρίτης, θηλ. κραβαρίτισσα α) ζητιάνος β) φιλάργυρος γ) αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο … Dictionary of Greek
κραβαρίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Κράβαρα ή στον Κραβαρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κράβαρα ή Κραβαρίτης] … Dictionary of Greek
Γκραβαρίτης — και Κραβαρίτης, ο 1. αυτός που κατοικεί στα Κράβαρα (περιοχή τής Ναυπακτίας) ή κατάγεται από εκεί 2. επαίτης από αυτήν την περιοχή 3. επαίτης 4. αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο … Dictionary of Greek
γκραβαρίτικος — η, ο 1. αυτός που προέρχεται από τα Κράβαρα 2. όποιος ανήκει ή ταιριάζει σε Γκραβαρίτη … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πρόκριτος της Αμπελιώνας της Ολυμπίας και Φιλικός. Πολέμησε στις επιχειρήσεις της Καρύταινας, του Λάλα και της Τρίπολης, ως φροντιστής του στρατοπέδου. Πήρε επίσης μέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης… … Dictionary of Greek
Δεσποτόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Μονεμβασία. Πήρε μέρος στις συνελεύσεις του Άστρους, της Τροιζήνας και του Άργους. 2. Θανάσης. Καταγόταν από τα Κράβαρα. Αντιπροσώπευσε την επαρχία του στην Εθνοσυνέλευση του 1829. 3.… … Dictionary of Greek
Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… … Dictionary of Greek
Μαρώσης, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821 από τα Καλάβρυτα. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη μάχη της Τρίπολης και των Δερβενακίων. Αιχμαλωτίστηκε στο Νεόκαστρο, αλλά απελευθερώθηκε το 1826 και συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το 1828, οπότε έπεσε στα Κράβαρα ενώ… … Dictionary of Greek